Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τρίφυλλον
τρίφυλος
τριχάϊκες
τριχάλεπτος
τρίχαλκον
τρίχαλος
τρίχα
τριχῆ
τριχθά
τρίχινος
τριχίς
τριχόβρως
τριχοίνικος
τριχόλωτος
τριχόμαλλος
τριχόω
τριχορρυέω
τριχορρυής
τριχοῦ
τριχόφοιτος
τρίχωμα
View word page
τριχίς
τριχίς τρῐχίς, ίδος, ἡ, θρίξ a kind of anchovy full of small hair-like bones, Ar.
ShortDef
anchovy full of small hair-like bones
Debugging
Headword:
τριχίς
Headword (normalized):
τριχίς
Headword (normalized/stripped):
τριχις
IDX:
33086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33125
Key:
trixi/s
Data
{'content': 'τριχίς\n τρῐχίς, ίδος, ἡ,\n θρίξ\n a kind of anchovy full of small hair-like bones, Ar.', 'key': 'trixi/s'}