Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Τρίτων
Τριτώ
τριφάσιος
τριφίλητος
τρίφυλλον
τρίφυλος
τριχάϊκες
τριχάλεπτος
τρίχαλκον
τρίχαλος
τρίχα
τριχῆ
τριχθά
τρίχινος
τριχίς
τριχόβρως
τριχοίνικος
τριχόλωτος
τριχόμαλλος
τριχόω
τριχορρυέω
View word page
τρίχα
τρίχα τρίς threefold, in three parts, Lat. trifariam, Hom.; c. gen., τρ. νυκτὸς ἔην ʼtwas in the third watch of the night, Od.; τρίχα σχίζειν τι Hdt.

ShortDef

threefold, in three parts

Debugging

Headword:
τρίχα
Headword (normalized):
τρίχα
Headword (normalized/stripped):
τριχα
IDX:
33082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33121
Key:
tri/xa

Data

{'content': 'τρίχα\n τρίς\n threefold, in three parts, Lat. trifariam, Hom.; c. gen., τρ. νυκτὸς ἔην ʼtwas in the third watch of the night, Od.; τρίχα σχίζειν τι Hdt.', 'key': 'tri/xa'}