Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Τριτωνίς
Τρίτων
Τριτώ
τριφάσιος
τριφίλητος
τρίφυλλον
τρίφυλος
τριχάϊκες
τριχάλεπτος
τρίχαλκον
τρίχαλος
τρίχα
τριχῆ
τριχθά
τρίχινος
τριχίς
τριχόβρως
τριχοίνικος
τριχόλωτος
τριχόμαλλος
τριχόω
View word page
τρίχαλος
τρίχαλος τρί-χᾱλος, ον, Doric for τρίχηλος χηλή cloven in three, Aesch.

ShortDef

cloven in three

Debugging

Headword:
τρίχαλος
Headword (normalized):
τρίχαλος
Headword (normalized/stripped):
τριχαλος
IDX:
33081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33120
Key:
tri/xalos

Data

{'content': 'τρίχαλος\n τρί-χᾱλος, ον,\n Doric for τρίχηλος\n χηλή\n cloven in three, Aesch.', 'key': 'tri/xalos'}