Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τριτάλαντος
τριτάλας
τριτάνυστος
τρίτατος
τριτημόριος
τριτημορίς
τριτοβάμων
Τριτογένεια
τριτόκος
τριτόσπονδος
τριτόσπορος
τρίτος
τριττύς
Τριτωνιάς
Τριτωνίς
Τρίτων
Τριτώ
τριφάσιος
τριφίλητος
τρίφυλλον
τρίφυλος
View word page
τριτόσπορος
τριτόσπορος τρῐτό-σπορος, ον, σπείρω sown for the third time, τρ. γονή the third generation, Aesch.
ShortDef
sown for the third time
Debugging
Headword:
τριτόσπορος
Headword (normalized):
τριτόσπορος
Headword (normalized/stripped):
τριτοσπορος
IDX:
33067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33106
Key:
trito/sporos
Data
{'content': 'τριτόσπορος\n τρῐτό-σπορος, ον,\n σπείρω\n sown for the third time, τρ. γονή the third generation, Aesch.', 'key': 'trito/sporos'}