Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τριταῖος
τριτάλαντος
τριτάλας
τριτάνυστος
τρίτατος
τριτημόριος
τριτημορίς
τριτοβάμων
Τριτογένεια
τριτόκος
τριτόσπονδος
τριτόσπορος
τρίτος
τριττύς
Τριτωνιάς
Τριτωνίς
Τρίτων
Τριτώ
τριφάσιος
τριφίλητος
τρίφυλλον
View word page
τριτόσπονδος
τριτόσπονδος τρῐτό-σπονδος, ον, σπονδή τρ. αἰών a life in which one has poured the third libation (to Ζεὺς Σωτήρ) , i. e. complete felicity, Aesch.

ShortDef

in which one has poured the third libation

Debugging

Headword:
τριτόσπονδος
Headword (normalized):
τριτόσπονδος
Headword (normalized/stripped):
τριτοσπονδος
IDX:
33066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33105
Key:
trito/spondos

Data

{'content': 'τριτόσπονδος\n τρῐτό-σπονδος, ον,\n σπονδή\n τρ. αἰών a life in which one has poured the third libation (to Ζεὺς Σωτήρ) , i. e. complete felicity, Aesch.', 'key': 'trito/spondos'}