Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τρισώματος
τριταγωνιστέω
τριταγωνιστής
τριταῖος
τριτάλαντος
τριτάλας
τριτάνυστος
τρίτατος
τριτημόριος
τριτημορίς
τριτοβάμων
Τριτογένεια
τριτόκος
τριτόσπονδος
τριτόσπορος
τρίτος
τριττύς
Τριτωνιάς
Τριτωνίς
Τρίτων
Τριτώ
View word page
τριτοβάμων
τριτοβάμων τρῐτο-βά_μων, ον, βαίνω forming a third foot, Eur.
ShortDef
forming a third foot
Debugging
Headword:
τριτοβάμων
Headword (normalized):
τριτοβάμων
Headword (normalized/stripped):
τριτοβαμων
IDX:
33063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33102
Key:
tritoba/mwn
Data
{'content': 'τριτοβάμων\n τρῐτο-βά_μων, ον,\n βαίνω\n forming a third foot, Eur.', 'key': 'tritoba/mwn'}