Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγχίνοια
ἀγχίνοος
ἄγχι
ἀγχίπλοος
ἀγχίπορος
ἀγχίπτολις
ἀγχιστεία
ἀγχιστεύς
ἀγχιστεύω
ἀγχιστήρ
ἀγχιστῖνος
ἄγχιστος
ἀγχίστροφος
ἀγχιτέρμων
ἀγχίτοκος
ἀγχόθεν
ἀγχόθι
ἀγχόνη
ἀγχόνιος
ἀγχοτάτω
ἀγχότερος
View word page
ἀγχιστῖνος
ἀγχιστῖνος from ἄγχιστος close together, crowded, in heaps, Hom.
ShortDef
close together, crowded, in heaps
Debugging
Headword:
ἀγχιστῖνος
Headword (normalized):
ἀγχιστῖνος
Headword (normalized/stripped):
αγχιστινος
IDX:
331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n331
Key:
a)gxisti=nos
Data
{'content': 'ἀγχιστῖνος\n from ἄγχιστος\n close together, crowded, in heaps, Hom.', 'key': 'a)gxisti=nos'}