τριταγωνιστέω
τριταγωνιστέω
τρῐτᾰγωνιστέω,
fut. -ήσω
to be a τριταγωνιστής, Dem.
from τρῐτᾰγωνιστής
{
"content": "τριταγωνιστέω\n τρῐτᾰγωνιστέω,\n fut. -ήσω\n to be a τριταγωνιστής, Dem.\n from τρῐτᾰγωνιστής",
"key": "tritagwniste/w"
}