Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρισσόθεν
τρισσός
τρίστεγος
τριστοιχί
τρίστοιχος
τρίστομος
τρισύλλαβος
τρισχίλιοι
τρισχιλιοστός
τρισώματος
τριταγωνιστέω
τριταγωνιστής
τριταῖος
τριτάλαντος
τριτάλας
τριτάνυστος
τρίτατος
τριτημόριος
τριτημορίς
τριτοβάμων
Τριτογένεια
View word page
τριταγωνιστέω
τριταγωνιστέω τρῐτᾰγωνιστέω, fut. -ήσω to be a τριταγωνιστής, Dem. from τρῐτᾰγωνιστής

ShortDef

to be a τριταγωνιστής

Debugging

Headword:
τριταγωνιστέω
Headword (normalized):
τριταγωνιστέω
Headword (normalized/stripped):
τριταγωνιστεω
IDX:
33054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33093
Key:
tritagwniste/w

Data

{'content': 'τριταγωνιστέω\n τρῐτᾰγωνιστέω,\n fut. -ήσω\n to be a τριταγωνιστής, Dem.\n from τρῐτᾰγωνιστής', 'key': 'tritagwniste/w'}