Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρισσάτιος
τρισσόθεν
τρισσός
τρίστεγος
τριστοιχί
τρίστοιχος
τρίστομος
τρισύλλαβος
τρισχίλιοι
τρισχιλιοστός
τρισώματος
τριταγωνιστέω
τριταγωνιστής
τριταῖος
τριτάλαντος
τριτάλας
τριτάνυστος
τρίτατος
τριτημόριος
τριτημορίς
τριτοβάμων
View word page
τρισώματος
τρισώματος τρῐ-σώμᾰτος, ον, three-bodied, Lat. tricorpor, Aesch.

ShortDef

three-bodied

Debugging

Headword:
τρισώματος
Headword (normalized):
τρισώματος
Headword (normalized/stripped):
τρισωματος
IDX:
33053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33092
Key:
trisw/matos

Data

{'content': 'τρισώματος\n τρῐ-σώμᾰτος, ον,\n three-bodied, Lat. tricorpor, Aesch.', 'key': 'trisw/matos'}