Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρισολυμπιονίκης
τρισπίθαμος
τρίσπονδος
τρίς
τρισσάτιος
τρισσόθεν
τρισσός
τρίστεγος
τριστοιχί
τρίστοιχος
τρίστομος
τρισύλλαβος
τρισχίλιοι
τρισχιλιοστός
τρισώματος
τριταγωνιστέω
τριταγωνιστής
τριταῖος
τριτάλαντος
τριτάλας
τριτάνυστος
View word page
τρίστομος
τρίστομος τρί-στομος, ον, στόμα three-edged or -pointed, Anth.

ShortDef

three-edged

Debugging

Headword:
τρίστομος
Headword (normalized):
τρίστομος
Headword (normalized/stripped):
τριστομος
IDX:
33049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33088
Key:
tri/stomos

Data

{'content': 'τρίστομος\n τρί-στομος, ον,\n στόμα\n three-edged or -pointed, Anth.', 'key': 'tri/stomos'}