Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρισμύριοι
τρισμυριόπαλαι
τρισόλβιος
τρισολυμπιονίκης
τρισπίθαμος
τρίσπονδος
τρίς
τρισσάτιος
τρισσόθεν
τρισσός
τρίστεγος
τριστοιχί
τρίστοιχος
τρίστομος
τρισύλλαβος
τρισχίλιοι
τρισχιλιοστός
τρισώματος
τριταγωνιστέω
τριταγωνιστής
τριταῖος
View word page
τρίστεγος
τρίστεγος τρί-στεγος, ον, στέγη of or with three stories: τὸ τρ. (sc. οἴκημα) the third story, NTest.

ShortDef

of or with three stories

Debugging

Headword:
τρίστεγος
Headword (normalized):
τρίστεγος
Headword (normalized/stripped):
τριστεγος
IDX:
33046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33085
Key:
tri/stegos

Data

{'content': 'τρίστεγος\n τρί-στεγος, ον,\n στέγη\n of or with three stories: τὸ τρ. (sc. οἴκημα) the third story, NTest.', 'key': 'tri/stegos'}