Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρίσμακαρ
τρισμύριοι
τρισμυριόπαλαι
τρισόλβιος
τρισολυμπιονίκης
τρισπίθαμος
τρίσπονδος
τρίς
τρισσάτιος
τρισσόθεν
τρισσός
τρίστεγος
τριστοιχί
τρίστοιχος
τρίστομος
τρισύλλαβος
τρισχίλιοι
τρισχιλιοστός
τρισώματος
τριταγωνιστέω
τριταγωνιστής
View word page
τρισσός
τρισσός τρισσός, Ionic τριξός, ή, όν τρίς threefold, Lat. triplex, Eur., etc.:—adv. -ῶς, Anth. in pl., = τρεῖς, Pind., Soph., etc.

ShortDef

threefold

Debugging

Headword:
τρισσός
Headword (normalized):
τρισσός
Headword (normalized/stripped):
τρισσος
IDX:
33045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33084
Key:
trisso/s

Data

{'content': 'τρισσός\n τρισσός, Ionic τριξός, ή, όν\n \n τρίς\n threefold, Lat. triplex, Eur., etc.:—adv. -ῶς, Anth.\n in pl., = τρεῖς, Pind., Soph., etc.', 'key': 'trisso/s'}