τρισσάτιος
τρισσάτιος
τρισσάτιος (ᾰ), η, ον
poetic for τρισσός, Anth.
τρισσόθεν, adv.
{
"content": "τρισσάτιος\n τρισσάτιος (ᾰ), η, ον\n poetic for τρισσός, Anth.\n τρισσόθεν, adv.",
"key": "trissa/tios"
}