Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τρίσκαλμος
τρισκατάρατος
τρισκελής
τρισκοπάνιστος
τρισμακάριστος
τρίσμακαρ
τρισμύριοι
τρισμυριόπαλαι
τρισόλβιος
τρισολυμπιονίκης
τρισπίθαμος
τρίσπονδος
τρίς
τρισσάτιος
τρισσόθεν
τρισσός
τρίστεγος
τριστοιχί
τρίστοιχος
τρίστομος
τρισύλλαβος
View word page
τρισπίθαμος
τρισπίθαμος τρι-σπίθᾰμος, ον, σπιθαμή three spans long, Hes., Xen.
ShortDef
three spans long
Debugging
Headword:
τρισπίθαμος
Headword (normalized):
τρισπίθαμος
Headword (normalized/stripped):
τρισπιθαμος
IDX:
33040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33079
Key:
trispi/qamos
Data
{'content': 'τρισπίθαμος\n τρι-σπίθᾰμος, ον,\n σπιθαμή\n three spans long, Hes., Xen.', 'key': 'trispi/qamos'}