Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρεισκαιδεκέτης
τρισκακοδαίμων
τρίσκαλμος
τρισκατάρατος
τρισκελής
τρισκοπάνιστος
τρισμακάριστος
τρίσμακαρ
τρισμύριοι
τρισμυριόπαλαι
τρισόλβιος
τρισολυμπιονίκης
τρισπίθαμος
τρίσπονδος
τρίς
τρισσάτιος
τρισσόθεν
τρισσός
τρίστεγος
τριστοιχί
τρίστοιχος
View word page
τρισόλβιος
τρισόλβιος τρῐσ-όλβιος, ον, thrice happy or fortunate, Anth.

ShortDef

thrice happy

Debugging

Headword:
τρισόλβιος
Headword (normalized):
τρισόλβιος
Headword (normalized/stripped):
τρισολβιος
IDX:
33038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33077
Key:
triso/lbios

Data

{'content': 'τρισόλβιος\n τρῐσ-όλβιος, ον,\n thrice happy or fortunate, Anth.', 'key': 'triso/lbios'}