Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρισέπαρχος
τρισευδαίμων
τρεισκαιδεκάπηχυς
τρεισκαιδεκαστάσιος
τρεισκαιδέκατος
τρεισκαιδεκαφόρος
τρεισκαιδεκέτης
τρισκακοδαίμων
τρίσκαλμος
τρισκατάρατος
τρισκελής
τρισκοπάνιστος
τρισμακάριστος
τρίσμακαρ
τρισμύριοι
τρισμυριόπαλαι
τρισόλβιος
τρισολυμπιονίκης
τρισπίθαμος
τρίσπονδος
τρίς
View word page
τρισκελής
τρισκελής τρι-σκελής, ές three-legged, ξόανον Theocr.

ShortDef

three-legged

Debugging

Headword:
τρισκελής
Headword (normalized):
τρισκελής
Headword (normalized/stripped):
τρισκελης
IDX:
33032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33071
Key:
triskelh/s

Data

{'content': 'τρισκελής\n τρι-σκελής, ές\n three-legged, ξόανον Theocr.', 'key': 'triskelh/s'}