Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντίπαις
ἀντίπαλος
ἀντιπαραβάλλω
ἀντιπαραβολή
ἀντιπαραγγελία
ἀντιπαραγγέλλω
ἀντιπαράγω
ἀντιπαραθέω
ἀντιπαρακαλέω
ἀντιπαρακελεύομαι
ἀντιπαραλυπέω
ἀντιπαραπλέω
ἀντιπαρασκευάζομαι
ἀντιπαρασκευή
ἀντιπαρατάσσομαι
ἀντιπαρατείνω
ἀντιπαρατίθημι
ἀντιπάρειμι
ἀντιπαρεξάγω
ἀντιπαρέρχομαι
ἀντιπαρέχω
View word page
ἀντιπαραλυπέω
ἀντιπαραλυπέω to annoy in turn, Thuc.

ShortDef

to annoy in turn

Debugging

Headword:
ἀντιπαραλυπέω
Headword (normalized):
ἀντιπαραλυπέω
Headword (normalized/stripped):
αντιπαραλυπεω
IDX:
3306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3307
Key:
a)ntiparalupe/w

Data

{'content': 'ἀντιπαραλυπέω\n to annoy in turn, Thuc.', 'key': 'a)ntiparalupe/w'}