Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρισδείλαιος
τρισεινάς
τρισέπαρχος
τρισευδαίμων
τρεισκαιδεκάπηχυς
τρεισκαιδεκαστάσιος
τρεισκαιδέκατος
τρεισκαιδεκαφόρος
τρεισκαιδεκέτης
τρισκακοδαίμων
τρίσκαλμος
τρισκατάρατος
τρισκελής
τρισκοπάνιστος
τρισμακάριστος
τρίσμακαρ
τρισμύριοι
τρισμυριόπαλαι
τρισόλβιος
τρισολυμπιονίκης
τρισπίθαμος
View word page
τρίσκαλμος
τρίσκαλμος τρί-σκαλμος, ον, with three oarpins; but νᾶες αἱ τρ. are simply = τριήρεις, Aesch.

ShortDef

with three oarpins

Debugging

Headword:
τρίσκαλμος
Headword (normalized):
τρίσκαλμος
Headword (normalized/stripped):
τρισκαλμος
IDX:
33030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33069
Key:
tri/skalmos

Data

{'content': 'τρίσκαλμος\n τρί-σκαλμος, ον,\n with three oarpins; but νᾶες αἱ τρ. are simply = τριήρεις, Aesch.', 'key': 'tri/skalmos'}