τρίσκαλμος
τρίσκαλμος
τρί-σκαλμος, ον,
with three oarpins; but νᾶες αἱ τρ. are simply = τριήρεις, Aesch.
{
"content": "τρίσκαλμος\n τρί-σκαλμος, ον,\n with three oarpins; but νᾶες αἱ τρ. are simply = τριήρεις, Aesch.",
"key": "tri/skalmos"
}