Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρισάωρος
τρισδείλαιος
τρισεινάς
τρισέπαρχος
τρισευδαίμων
τρεισκαιδεκάπηχυς
τρεισκαιδεκαστάσιος
τρεισκαιδέκατος
τρεισκαιδεκαφόρος
τρεισκαιδεκέτης
τρισκακοδαίμων
τρίσκαλμος
τρισκατάρατος
τρισκελής
τρισκοπάνιστος
τρισμακάριστος
τρίσμακαρ
τρισμύριοι
τρισμυριόπαλαι
τρισόλβιος
τρισολυμπιονίκης
View word page
τρισκακοδαίμων
τρισκακοδαίμων τρισ-κᾰκοδαίμων, ον, thrice unlucky, Ar.

ShortDef

thrice unlucky

Debugging

Headword:
τρισκακοδαίμων
Headword (normalized):
τρισκακοδαίμων
Headword (normalized/stripped):
τρισκακοδαιμων
IDX:
33029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33068
Key:
triskakodai/mwn

Data

{'content': 'τρισκακοδαίμων\n τρισ-κᾰκοδαίμων, ον,\n thrice unlucky, Ar.', 'key': 'triskakodai/mwn'}