Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τρισάριθμος
τρισάσμενος
τρισάωρος
τρισδείλαιος
τρισεινάς
τρισέπαρχος
τρισευδαίμων
τρεισκαιδεκάπηχυς
τρεισκαιδεκαστάσιος
τρεισκαιδέκατος
τρεισκαιδεκαφόρος
τρεισκαιδεκέτης
τρισκακοδαίμων
τρίσκαλμος
τρισκατάρατος
τρισκελής
τρισκοπάνιστος
τρισμακάριστος
τρίσμακαρ
τρισμύριοι
τρισμυριόπαλαι
View word page
τρεισκαιδεκαφόρος
τρεισκαιδεκαφόρος , ον, fruiting thirteen times, Luc.
ShortDef
fruiting thirteen times
Debugging
Headword:
τρεισκαιδεκαφόρος
Headword (normalized):
τρεισκαιδεκαφόρος
Headword (normalized/stripped):
τρεισκαιδεκαφορος
IDX:
33027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33066
Key:
triskaidekafo/ros
Data
{'content': 'τρεισκαιδεκαφόρος\n , ον,\n fruiting thirteen times, Luc.', 'key': 'triskaidekafo/ros'}