Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρίπωλος
τρίρρυμος
τρισάθλιος
τρισάλαστος
τρίσαμος
τρισάριθμος
τρισάσμενος
τρισάωρος
τρισδείλαιος
τρισεινάς
τρισέπαρχος
τρισευδαίμων
τρεισκαιδεκάπηχυς
τρεισκαιδεκαστάσιος
τρεισκαιδέκατος
τρεισκαιδεκαφόρος
τρεισκαιδεκέτης
τρισκακοδαίμων
τρίσκαλμος
τρισκατάρατος
τρισκελής
View word page
τρισέπαρχος
τρισέπαρχος τρισ-έπαρχος, ὁ, thrice an ἔπαρχος, i. e. Praetor, Anth.

ShortDef

thrice an ἔπαρχος

Debugging

Headword:
τρισέπαρχος
Headword (normalized):
τρισέπαρχος
Headword (normalized/stripped):
τρισεπαρχος
IDX:
33022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33061
Key:
trise/parxos

Data

{'content': 'τρισέπαρχος\n τρισ-έπαρχος, ὁ,\n thrice an ἔπαρχος, i. e. Praetor, Anth.', 'key': 'trise/parxos'}