Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τριπτήρ
τρίπτης
τρίπτυχος
τρίπωλος
τρίρρυμος
τρισάθλιος
τρισάλαστος
τρίσαμος
τρισάριθμος
τρισάσμενος
τρισάωρος
τρισδείλαιος
τρισεινάς
τρισέπαρχος
τρισευδαίμων
τρεισκαιδεκάπηχυς
τρεισκαιδεκαστάσιος
τρεισκαιδέκατος
τρεισκαιδεκαφόρος
τρεισκαιδεκέτης
τρισκακοδαίμων
View word page
τρισάωρος
τρισάωρος τρισ-άωρος, ον, thrice-untimely, Anth.

ShortDef

thrice-untimely

Debugging

Headword:
τρισάωρος
Headword (normalized):
τρισάωρος
Headword (normalized/stripped):
τρισαωρος
IDX:
33019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33058
Key:
trisa/wros

Data

{'content': 'τρισάωρος\n τρισ-άωρος, ον,\n thrice-untimely, Anth.', 'key': 'trisa/wros'}