Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τρίπους
τριπτήρ
τρίπτης
τρίπτυχος
τρίπωλος
τρίρρυμος
τρισάθλιος
τρισάλαστος
τρίσαμος
τρισάριθμος
τρισάσμενος
τρισάωρος
τρισδείλαιος
τρισεινάς
τρισέπαρχος
τρισευδαίμων
τρεισκαιδεκάπηχυς
τρεισκαιδεκαστάσιος
τρεισκαιδέκατος
τρεισκαιδεκαφόρος
τρεισκαιδεκέτης
View word page
τρισάσμενος
τρισάσμενος τρισ-άσμενος, η, ον thrice-pleased, most willing, Xen.
ShortDef
thrice-pleased, most willing
Debugging
Headword:
τρισάσμενος
Headword (normalized):
τρισάσμενος
Headword (normalized/stripped):
τρισασμενος
IDX:
33018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33057
Key:
trisa/smenos
Data
{'content': 'τρισάσμενος\n τρισ-άσμενος, η, ον\n thrice-pleased, most willing, Xen.', 'key': 'trisa/smenos'}