Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τριπόνητος
τρίπορθος
τρίπους
τριπτήρ
τρίπτης
τρίπτυχος
τρίπωλος
τρίρρυμος
τρισάθλιος
τρισάλαστος
τρίσαμος
τρισάριθμος
τρισάσμενος
τρισάωρος
τρισδείλαιος
τρισεινάς
τρισέπαρχος
τρισευδαίμων
τρεισκαιδεκάπηχυς
τρεισκαιδεκαστάσιος
τρεισκαιδέκατος
View word page
τρίσαμος
τρίσαμος τρί-σᾱμος, ον, Doric for τρίσημος.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρίσαμος
Headword (normalized):
τρίσαμος
Headword (normalized/stripped):
τρισαμος
IDX:
33016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33055
Key:
tri/samos

Data

{'content': 'τρίσαμος\n τρί-σᾱμος, ον,\n Doric for τρίσημος.', 'key': 'tri/samos'}