Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρίπολος
τριπόνητος
τρίπορθος
τρίπους
τριπτήρ
τρίπτης
τρίπτυχος
τρίπωλος
τρίρρυμος
τρισάθλιος
τρισάλαστος
τρίσαμος
τρισάριθμος
τρισάσμενος
τρισάωρος
τρισδείλαιος
τρισεινάς
τρισέπαρχος
τρισευδαίμων
τρεισκαιδεκάπηχυς
τρεισκαιδεκαστάσιος
View word page
τρισάλαστος
τρισάλαστος τρισ-άλαστος, ον, thrice-tormented, Anth.

ShortDef

thrice-tormented

Debugging

Headword:
τρισάλαστος
Headword (normalized):
τρισάλαστος
Headword (normalized/stripped):
τρισαλαστος
IDX:
33015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33054
Key:
trisa/lastos

Data

{'content': 'τρισάλαστος\n τρισ-άλαστος, ον,\n thrice-tormented, Anth.', 'key': 'trisa/lastos'}