Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τρίπολις
τριπόλιστος
τρίπολος
τριπόνητος
τρίπορθος
τρίπους
τριπτήρ
τρίπτης
τρίπτυχος
τρίπωλος
τρίρρυμος
τρισάθλιος
τρισάλαστος
τρίσαμος
τρισάριθμος
τρισάσμενος
τρισάωρος
τρισδείλαιος
τρισεινάς
τρισέπαρχος
τρισευδαίμων
View word page
τρίρρυμος
τρίρρυμος τρίρ-ρῡμος, ον, with three poles, i. e. with four horses abreast, Aesch.
ShortDef
with three poles
Debugging
Headword:
τρίρρυμος
Headword (normalized):
τρίρρυμος
Headword (normalized/stripped):
τριρρυμος
IDX:
33013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33052
Key:
tri/rrumos
Data
{'content': 'τρίρρυμος\n τρίρ-ρῡμος, ον,\n with three poles, i. e. with four horses abreast, Aesch.', 'key': 'tri/rrumos'}