Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τριπόδης
τριποδηφορέω
τριπόθητος
τρίπολις
τριπόλιστος
τρίπολος
τριπόνητος
τρίπορθος
τρίπους
τριπτήρ
τρίπτης
τρίπτυχος
τρίπωλος
τρίρρυμος
τρισάθλιος
τρισάλαστος
τρίσαμος
τρισάριθμος
τρισάσμενος
τρισάωρος
τρισδείλαιος
View word page
τρίπτης
τρίπτης τρίπτης, ου, ὁ, τρίβω a rubber, shampooer, Plut.

ShortDef

a rubber, shampooer

Debugging

Headword:
τρίπτης
Headword (normalized):
τρίπτης
Headword (normalized/stripped):
τριπτης
IDX:
33010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33049
Key:
tri/pths

Data

{'content': 'τρίπτης\n τρίπτης, ου, ὁ,\n τρίβω\n a rubber, shampooer, Plut.', 'key': 'tri/pths'}