Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τρίπλεθρος
τρίπλευρος
τριπλόος
τριπόδης
τριποδηφορέω
τριπόθητος
τρίπολις
τριπόλιστος
τρίπολος
τριπόνητος
τρίπορθος
τρίπους
τριπτήρ
τρίπτης
τρίπτυχος
τρίπωλος
τρίρρυμος
τρισάθλιος
τρισάλαστος
τρίσαμος
τρισάριθμος
View word page
τρίπορθος
τρίπορθος τρί-πορθος, ον, πέρθω thrice-wasted, Anth.
ShortDef
thrice-wasted
Debugging
Headword:
τρίπορθος
Headword (normalized):
τρίπορθος
Headword (normalized/stripped):
τριπορθος
IDX:
33007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33046
Key:
tri/porqos
Data
{'content': 'τρίπορθος\n τρί-πορθος, ον,\n πέρθω\n thrice-wasted, Anth.', 'key': 'tri/porqos'}