τριπόνητος
            
          
          τριπόνητος
 τρῐπόνητος, ἔρις, ιος, ἡ,
 τριπόνητος, ἔρις, ἡ, a contest between three labouring women, Anth.
          {
  "content": "τριπόνητος\n τρῐπόνητος, ἔρις, ιος, ἡ,\n τριπόνητος, ἔρις, ἡ, a contest between three labouring women, Anth.",
  "key": "tripo/nhtos"
}