Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τριπλάσιος
τρίπλεθρος
τρίπλευρος
τριπλόος
τριπόδης
τριποδηφορέω
τριπόθητος
τρίπολις
τριπόλιστος
τρίπολος
τριπόνητος
τρίπορθος
τρίπους
τριπτήρ
τρίπτης
τρίπτυχος
τρίπωλος
τρίρρυμος
τρισάθλιος
τρισάλαστος
τρίσαμος
View word page
τριπόνητος
τριπόνητος τρῐπόνητος, ἔρις, ιος, ἡ, τριπόνητος, ἔρις, ἡ, a contest between three labouring women, Anth.
ShortDef
between three labouring women
Debugging
Headword:
τριπόνητος
Headword (normalized):
τριπόνητος
Headword (normalized/stripped):
τριπονητος
IDX:
33006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33045
Key:
tripo/nhtos
Data
{'content': 'τριπόνητος\n τρῐπόνητος, ἔρις, ιος, ἡ,\n τριπόνητος, ἔρις, ἡ, a contest between three labouring women, Anth.', 'key': 'tripo/nhtos'}