Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τριπλασιάζω
τριπλάσιος
τρίπλεθρος
τρίπλευρος
τριπλόος
τριπόδης
τριποδηφορέω
τριπόθητος
τρίπολις
τριπόλιστος
τρίπολος
τριπόνητος
τρίπορθος
τρίπους
τριπτήρ
τρίπτης
τρίπτυχος
τρίπωλος
τρίρρυμος
τρισάθλιος
τρισάλαστος
View word page
τρίπολος
τρίπολος τρί-πολος, ον, πολέω thrice ploughed, Hom., Hes.

ShortDef

thrice ploughed

Debugging

Headword:
τρίπολος
Headword (normalized):
τρίπολος
Headword (normalized/stripped):
τριπολος
IDX:
33005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33044
Key:
tri/polos

Data

{'content': 'τρίπολος\n τρί-πολος, ον,\n πολέω\n thrice ploughed, Hom., Hes.', 'key': 'tri/polos'}