Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρίπηχυς
τριπιθήκινος
τρίπλαξ
τριπλασιάζω
τριπλάσιος
τρίπλεθρος
τρίπλευρος
τριπλόος
τριπόδης
τριποδηφορέω
τριπόθητος
τρίπολις
τριπόλιστος
τρίπολος
τριπόνητος
τρίπορθος
τρίπους
τριπτήρ
τρίπτης
τρίπτυχος
τρίπωλος
View word page
τριπόθητος
τριπόθητος τρῐπόθητος, Doric τρῐπόθᾱτος, ον, thrice (i. e. much)longed for, Bion., Mosch.

ShortDef

thrice

Debugging

Headword:
τριπόθητος
Headword (normalized):
τριπόθητος
Headword (normalized/stripped):
τριποθητος
IDX:
33002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33041
Key:
tripo/qhtos

Data

{'content': 'τριπόθητος\n τρῐπόθητος, Doric τρῐπόθᾱτος, ον,\n thrice (i. e. much)longed for, Bion., Mosch.', 'key': 'tripo/qhtos'}