Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τριπάνουργος
τριπάχυιος
τρι-
τριπέτηλος
τρίπηχυς
τριπιθήκινος
τρίπλαξ
τριπλασιάζω
τριπλάσιος
τρίπλεθρος
τρίπλευρος
τριπλόος
τριπόδης
τριποδηφορέω
τριπόθητος
τρίπολις
τριπόλιστος
τρίπολος
τριπόνητος
τρίπορθος
τρίπους
View word page
τρίπλευρος
τρίπλευρος τρί-πλευρος, ον, πλευρά three-sided.
ShortDef
three-sided
Debugging
Headword:
τρίπλευρος
Headword (normalized):
τρίπλευρος
Headword (normalized/stripped):
τριπλευρος
IDX:
32998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33037
Key:
tri/pleuros
Data
{'content': 'τρίπλευρος\n τρί-πλευρος, ον,\n πλευρά\n three-sided.', 'key': 'tri/pleuros'}