Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τρίπαλαι
τριπάλαστος
τρίπαλτος
τριπάνουργος
τριπάχυιος
τρι-
τριπέτηλος
τρίπηχυς
τριπιθήκινος
τρίπλαξ
τριπλασιάζω
τριπλάσιος
τρίπλεθρος
τρίπλευρος
τριπλόος
τριπόδης
τριποδηφορέω
τριπόθητος
τρίπολις
τριπόλιστος
τρίπολος
View word page
τριπλασιάζω
τριπλασιάζω τρῐπλᾰσιάζω, fut. -σω to triple, take three times, Plut.
ShortDef
to triple, take three times
Debugging
Headword:
τριπλασιάζω
Headword (normalized):
τριπλασιάζω
Headword (normalized/stripped):
τριπλασιαζω
IDX:
32995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33034
Key:
triplasia/zw
Data
{'content': 'τριπλασιάζω\n τρῐπλᾰσιάζω,\n fut. -σω\n to triple, take three times, Plut.', 'key': 'triplasia/zw'}