Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τριοτό
τρίπαις
τρίπαλαι
τριπάλαστος
τρίπαλτος
τριπάνουργος
τριπάχυιος
τρι-
τριπέτηλος
τρίπηχυς
τριπιθήκινος
τρίπλαξ
τριπλασιάζω
τριπλάσιος
τρίπλεθρος
τρίπλευρος
τριπλόος
τριπόδης
τριποδηφορέω
τριπόθητος
τρίπολις
View word page
τριπιθήκινος
τριπιθήκινος τρῐ-πῐθήκῐνος, η, ον thrice or thoroughly apish, Anth.

ShortDef

thrice

Debugging

Headword:
τριπιθήκινος
Headword (normalized):
τριπιθήκινος
Headword (normalized/stripped):
τριπιθηκινος
IDX:
32993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33032
Key:
tripiqh/kinos

Data

{'content': 'τριπιθήκινος\n τρῐ-πῐθήκῐνος, η, ον\n thrice or thoroughly apish, Anth.', 'key': 'tripiqh/kinos'}