Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντιοστατέω
ἀντιοχεύομαι
ἀντιπαθής
ἀντιπαίζω
ἀντίπαις
ἀντίπαλος
ἀντιπαραβάλλω
ἀντιπαραβολή
ἀντιπαραγγελία
ἀντιπαραγγέλλω
ἀντιπαράγω
ἀντιπαραθέω
ἀντιπαρακαλέω
ἀντιπαρακελεύομαι
ἀντιπαραλυπέω
ἀντιπαραπλέω
ἀντιπαρασκευάζομαι
ἀντιπαρασκευή
ἀντιπαρατάσσομαι
ἀντιπαρατείνω
ἀντιπαρατίθημι
View word page
ἀντιπαράγω
ἀντιπαράγω sub. στρατόν to lead the army against, advance to meet the enemy, Xen.

ShortDef

to lead the army against, advance to meet the enemy

Debugging

Headword:
ἀντιπαράγω
Headword (normalized):
ἀντιπαράγω
Headword (normalized/stripped):
αντιπαραγω
IDX:
3302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3303
Key:
a)ntipara/gw

Data

{'content': 'ἀντιπαράγω\n sub. στρατόν\n to lead the army against, advance to meet the enemy, Xen.', 'key': 'a)ntipara/gw'}