Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τρίοδος
τριόδους
Τριόπιον
τριόρχης
τριοτό
τρίπαις
τρίπαλαι
τριπάλαστος
τρίπαλτος
τριπάνουργος
τριπάχυιος
τρι-
τριπέτηλος
τρίπηχυς
τριπιθήκινος
τρίπλαξ
τριπλασιάζω
τριπλάσιος
τρίπλεθρος
τρίπλευρος
τριπλόος
View word page
τριπάχυιος
τριπάχυιος τρῐ-πάχυιος (ᾰ), ον, παχύς πάχυνω thrice-fattened, thrice-gorged, Aesch.
ShortDef
thrice-fattened, thrice-gorged
Debugging
Headword:
τριπάχυιος
Headword (normalized):
τριπάχυιος
Headword (normalized/stripped):
τριπαχυιος
IDX:
32989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33028
Key:
tripa/xuios
Data
{'content': 'τριπάχυιος\n τρῐ-πάχυιος (ᾰ), ον,\n παχύς\n πάχυνω\n thrice-fattened, thrice-gorged, Aesch.', 'key': 'tripa/xuios'}