Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Τρινακρία
τρίναξ
τριξός
τρίοδος
τριόδους
Τριόπιον
τριόρχης
τριοτό
τρίπαις
τρίπαλαι
τριπάλαστος
τρίπαλτος
τριπάνουργος
τριπάχυιος
τρι-
τριπέτηλος
τρίπηχυς
τριπιθήκινος
τρίπλαξ
τριπλασιάζω
τριπλάσιος
View word page
τριπάλαστος
τριπάλαστος τρῐ-πάλα(ι)στος, or -αστος, ον, three hands broad, long, etc., Hdt.
ShortDef
three hands broad, long
Debugging
Headword:
τριπάλαστος
Headword (normalized):
τριπάλαστος
Headword (normalized/stripped):
τριπαλαστος
IDX:
32986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33025
Key:
tripa/laistos
Data
{'content': 'τριπάλαστος\n τρῐ-πάλα(ι)στος, or -αστος, ον,\n three hands broad, long, etc., Hdt.', 'key': 'tripa/laistos'}