τριπάλαστος
            
          
          τριπάλαστος
 τρῐ-πάλα(ι)στος, or -αστος, ον,
 three hands broad, long, etc., Hdt.
          {
  "content": "τριπάλαστος\n τρῐ-πάλα(ι)στος, or -αστος, ον,\n three hands broad, long, etc., Hdt.",
  "key": "tripa/laistos"
}