Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τρίμηνος
τρῖμμα
τριμμός
τριμοιρία
τρίμοιρος
τρίμορφος
Τρινακρία
τρίναξ
τριξός
τρίοδος
τριόδους
Τριόπιον
τριόρχης
τριοτό
τρίπαις
τρίπαλαι
τριπάλαστος
τρίπαλτος
τριπάνουργος
τριπάχυιος
τρι-
View word page
τριόδους
τριόδους τριόδους, όδοντος, ὁ, ἡ, with three teeth, three-pronged: as Subst., a trident, Pind.
ShortDef
with three teeth, three-pronged
Debugging
Headword:
τριόδους
Headword (normalized):
τριόδους
Headword (normalized/stripped):
τριοδους
IDX:
32980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33019
Key:
trio/dous
Data
{'content': 'τριόδους\n τριόδους, όδοντος, ὁ, ἡ,\n with three teeth, three-pronged: as Subst., a trident, Pind.', 'key': 'trio/dous'}