Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρίμετρος
τρίμηνος
τρῖμμα
τριμμός
τριμοιρία
τρίμοιρος
τρίμορφος
Τρινακρία
τρίναξ
τριξός
τρίοδος
τριόδους
Τριόπιον
τριόρχης
τριοτό
τρίπαις
τρίπαλαι
τριπάλαστος
τρίπαλτος
τριπάνουργος
τριπάχυιος
View word page
τρίοδος
τρίοδος τρί-οδος, ἡ, a meeting of three roads, Lat. trivium, Theogn., Eur., etc. Hecate, Lat. Trivia, ἁ θεὸς ἐν τριόδοισι Theocr.; οἷος ἐκ τριόδου i. e. vulgar, Luc.

ShortDef

a meeting of three roads

Debugging

Headword:
τρίοδος
Headword (normalized):
τρίοδος
Headword (normalized/stripped):
τριοδος
IDX:
32979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33018
Key:
tri/odos

Data

{'content': 'τρίοδος\n τρί-οδος, ἡ,\n a meeting of three roads, Lat. trivium, Theogn., Eur., etc.\n Hecate, Lat. Trivia, ἁ θεὸς ἐν τριόδοισι Theocr.; οἷος ἐκ τριόδου i. e. vulgar, Luc.', 'key': 'tri/odos'}