Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τριλοφία
τριμάκαιρα
τρίμετρος
τρίμηνος
τρῖμμα
τριμμός
τριμοιρία
τρίμοιρος
τρίμορφος
Τρινακρία
τρίναξ
τριξός
τρίοδος
τριόδους
Τριόπιον
τριόρχης
τριοτό
τρίπαις
τρίπαλαι
τριπάλαστος
τρίπαλτος
View word page
τρίναξ
τρίναξ τρίναξ (ῐ), ακος, ἀκή a trident or three-pronged mattock, Anth.
ShortDef
a trident
Debugging
Headword:
τρίναξ
Headword (normalized):
τρίναξ
Headword (normalized/stripped):
τριναξ
IDX:
32977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33016
Key:
tri/nac
Data
{'content': 'τρίναξ\n τρίναξ (ῐ), ακος,\n ἀκή\n a trident or three-pronged mattock, Anth.', 'key': 'tri/nac'}