Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρικυμία
τρίλλιστος
τριλογία
τριλοφία
τριμάκαιρα
τρίμετρος
τρίμηνος
τρῖμμα
τριμμός
τριμοιρία
τρίμοιρος
τρίμορφος
Τρινακρία
τρίναξ
τριξός
τρίοδος
τριόδους
Τριόπιον
τριόρχης
τριοτό
τρίπαις
View word page
τρίμοιρος
τρίμοιρος τρί-μοιρος, ον, μοῖρα threefold, triple, Aesch.

ShortDef

threefold, triple

Debugging

Headword:
τρίμοιρος
Headword (normalized):
τρίμοιρος
Headword (normalized/stripped):
τριμοιρος
IDX:
32974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33013
Key:
tri/moiros

Data

{'content': 'τρίμοιρος\n τρί-μοιρος, ον,\n μοῖρα\n threefold, triple, Aesch.', 'key': 'tri/moiros'}