Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τρικόρυφος
τρικόρωνος
τρίκρανος
τρικυμία
τρίλλιστος
τριλογία
τριλοφία
τριμάκαιρα
τρίμετρος
τρίμηνος
τρῖμμα
τριμμός
τριμοιρία
τρίμοιρος
τρίμορφος
Τρινακρία
τρίναξ
τριξός
τρίοδος
τριόδους
Τριόπιον
View word page
τρῖμμα
τρῖμμα τρῖμμα, ατος, τό, τρίβω that which is rubbed: metaph., like τρίβων II. 2, a practised knave, Ar.
ShortDef
that which is rubbed
Debugging
Headword:
τρῖμμα
Headword (normalized):
τρῖμμα
Headword (normalized/stripped):
τριμμα
IDX:
32971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33010
Key:
tri=mma
Data
{'content': 'τρῖμμα\n τρῖμμα, ατος, τό,\n τρίβω\n that which is rubbed: metaph., like τρίβων II. 2, a practised knave, Ar.', 'key': 'tri=mma'}