Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τρίκλινος
τρίκλωστος
τρικόλωνος
τρικόρυθος
τρικόρυφος
τρικόρωνος
τρίκρανος
τρικυμία
τρίλλιστος
τριλογία
τριλοφία
τριμάκαιρα
τρίμετρος
τρίμηνος
τρῖμμα
τριμμός
τριμοιρία
τρίμοιρος
τρίμορφος
Τρινακρία
τρίναξ
View word page
τριλοφία
τριλοφία τρῐ-λοφία, ἡ, a triple crest, Ar.
ShortDef
a triple crest
Debugging
Headword:
τριλοφία
Headword (normalized):
τριλοφία
Headword (normalized/stripped):
τριλοφια
IDX:
32967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33006
Key:
trilofi/a
Data
{'content': 'τριλοφία\n τρῐ-λοφία, ἡ,\n a triple crest, Ar.', 'key': 'trilofi/a'}