Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τριηροποιός
τριθάλασσος
Τρικάρανος
τρικάρηνος
τρικέφαλος
τρίκλινος
τρίκλωστος
τρικόλωνος
τρικόρυθος
τρικόρυφος
τρικόρωνος
τρίκρανος
τρικυμία
τρίλλιστος
τριλογία
τριλοφία
τριμάκαιρα
τρίμετρος
τρίμηνος
τρῖμμα
τριμμός
View word page
τρικόρωνος
τρικόρωνος τρῐ-κόρωνος, ον, κορώνη thrice a crowʼs age, Anth.

ShortDef

thrice a crow's age

Debugging

Headword:
τρικόρωνος
Headword (normalized):
τρικόρωνος
Headword (normalized/stripped):
τρικορωνος
IDX:
32962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33001
Key:
triko/rwnos

Data

{'content': 'τρικόρωνος\n τρῐ-κόρωνος, ον,\n κορώνη\n thrice a crowʼs age, Anth.', 'key': 'triko/rwnos'}