Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄβιος
ἀβίωτος
ἀβλάβεια
ἀβλαβής
ἀβλέφαρος
ἀβλής
ἄβλητος
ἀβληχής
ἀβληχρός
ἀβληχρώδης
ἀβοήθητος
ἀβοητί
ἀβόητος
ἀβόσκητος
ἀβουκόλητος
ἀβουλέω
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβούτης
ἀβριθής
ἁβροβάτης
View word page
ἀβοήθητος
ἀβοήθητος βοηθέω helpless, Plut.
ShortDef
helpless
Debugging
Headword:
ἀβοήθητος
Headword (normalized):
ἀβοήθητος
Headword (normalized/stripped):
αβοηθητος
IDX:
33
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33
Key:
a)boh/qhtos
Data
{'content': 'ἀβοήθητος\n βοηθέω\n helpless, Plut.', 'key': 'a)boh/qhtos'}