Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τριηρικός
τριηρίτης
τριηροποιός
τριθάλασσος
Τρικάρανος
τρικάρηνος
τρικέφαλος
τρίκλινος
τρίκλωστος
τρικόλωνος
τρικόρυθος
τρικόρυφος
τρικόρωνος
τρίκρανος
τρικυμία
τρίλλιστος
τριλογία
τριλοφία
τριμάκαιρα
τρίμετρος
τρίμηνος
View word page
τρικόρυθος
τρικόρυθος τρῐ-κόρῠθος, ον; and τρί-κορυς, ῠθος, ὁ, with triple plume, Eur.

ShortDef

with triple plume

Debugging

Headword:
τρικόρυθος
Headword (normalized):
τρικόρυθος
Headword (normalized/stripped):
τρικορυθος
IDX:
32960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32999
Key:
triko/ruqos

Data

{'content': 'τρικόρυθος\n τρῐ-κόρῠθος, ον; and τρί-κορυς, ῠθος, ὁ,\n with triple plume, Eur.', 'key': 'triko/ruqos'}