Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τρίζω
τριημιπόδιον
τριηραρχέω
τριηράρχημα
τριηραρχία
τριηραρχικός
τριήραρχος
τριηραύλης
τριήρης
τριηρικός
τριηρίτης
τριηροποιός
τριθάλασσος
Τρικάρανος
τρικάρηνος
τρικέφαλος
τρίκλινος
τρίκλωστος
τρικόλωνος
τρικόρυθος
τρικόρυφος
View word page
τριηρίτης
τριηρίτης τρῑηρίτης, ου, ὁ, a trireme-man, Hdt., Thuc.

ShortDef

a trireme-man

Debugging

Headword:
τριηρίτης
Headword (normalized):
τριηρίτης
Headword (normalized/stripped):
τριηριτης
IDX:
32951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32990
Key:
trihri/ths

Data

{'content': 'τριηρίτης\n τρῑηρίτης, ου, ὁ,\n a trireme-man, Hdt., Thuc.', 'key': 'trihri/ths'}