Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τριέλικτος
τριέμβολος
τριετηρίς
τριέτης
τριζυγής
τρίζω
τριημιπόδιον
τριηραρχέω
τριηράρχημα
τριηραρχία
τριηραρχικός
τριήραρχος
τριηραύλης
τριήρης
τριηρικός
τριηρίτης
τριηροποιός
τριθάλασσος
Τρικάρανος
τρικάρηνος
τρικέφαλος
View word page
τριηραρχικός
τριηραρχικός from τριηραρχία τριηραρχικός, ή, όν of or for the trierarchy, Dem.

ShortDef

of or for the trierarchy

Debugging

Headword:
τριηραρχικός
Headword (normalized):
τριηραρχικός
Headword (normalized/stripped):
τριηραρχικος
IDX:
32946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32985
Key:
trihrarxiko/s

Data

{'content': 'τριηραρχικός\n from τριηραρχία\n τριηραρχικός, ή, όν\n of or for the trierarchy, Dem.', 'key': 'trihrarxiko/s'}