τριηραρχικός
τριηραρχικός
from τριηραρχία
τριηραρχικός, ή, όν
of or for the trierarchy, Dem.
{
"content": "τριηραρχικός\n from τριηραρχία\n τριηραρχικός, ή, όν\n of or for the trierarchy, Dem.",
"key": "trihrarxiko/s"
}