Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντιναυπηγέω
ἀντινικάω
ἀντινομία
ἀντιξοέω
ἀντίξοος
ἀντιόομαι
ἀντίος
ἀντιοστατέω
ἀντιοχεύομαι
ἀντιπαθής
ἀντιπαίζω
ἀντίπαις
ἀντίπαλος
ἀντιπαραβάλλω
ἀντιπαραβολή
ἀντιπαραγγελία
ἀντιπαραγγέλλω
ἀντιπαράγω
ἀντιπαραθέω
ἀντιπαρακαλέω
ἀντιπαρακελεύομαι
View word page
ἀντιπαίζω
ἀντιπαίζω to play one with another, Xen.
ShortDef
to play one with another
Debugging
Headword:
ἀντιπαίζω
Headword (normalized):
ἀντιπαίζω
Headword (normalized/stripped):
αντιπαιζω
IDX:
3295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3296
Key:
a)ntipai/zw
Data
{'content': 'ἀντιπαίζω\n to play one with another, Xen.', 'key': 'a)ntipai/zw'}