Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τριάς
τριβακός
Τριβαλλοί
τριβελής
τριβή
τριβολεκτράπελος
τρίβολος
τρίβος
τριβωνικῶς
τριβώνιον
τρίβων
τρίβω
τριγένεια
τριγέρων
τριγίγας
τρίγληνος
τρίγλη
τριγλοφόρος
τρίγλυφος
τριγλώχις
τριγμός
View word page
τρίβων
τρίβων τρίβων, ονος, ὁ, ἡ, as adj. practised or skilled in a thing, c. gen., Hdt., Eur., etc. absol., a hackneyed, crafty fellow, rogue, Ar.

ShortDef

worn garment, threadbare cloak
practised

Debugging

Headword:
τρίβων
Headword (normalized):
τρίβων
Headword (normalized/stripped):
τριβων
IDX:
32919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32957
Key:
tri/bwn2

Data

{'content': 'τρίβων\n τρίβων, ονος, ὁ, ἡ,\n as adj. practised or skilled in a thing, c. gen., Hdt., Eur., etc.\n absol., a hackneyed, crafty fellow, rogue, Ar.', 'key': 'tri/bwn2'}